οβιδοβόλο(ν)

οβιδοβόλο(ν)
το гаубица

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "οβιδοβόλο(ν)" в других словарях:

  • οβιδοβόλο — το στρ. τύπος πυροβόλου μέσου βεληνεκούς, με καμπύλη τροχιά και σχετικά βραχεία κάννη σε σχέση με τα ποροβόλα τού ίδιου διαμετρήματος, κατάλληλο για προσβολή στόχων σε ορεινές περιοχές. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση τού γαλλ. obusier (βλ. λ. οβίδα) < οβίδα …   Dictionary of Greek

  • οβιδοβόλο — το πυροβόλο όπλο με κοντή κάννη, που ρίχνει οβίδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απόβαση — Επιθετική πολεμική επιχείρηση από τη θάλασσα, με δυνάμεις που μεταφέρονται κυρίως με πλοία ή άλλα σκάφη, με σκοπό την κατάληψη ενός μέρους εχθρικής ακτής και την εγκατάσταση προγεφυρώματος. Στη σύγχρονη στρατιωτική ορολογία, η α. συναντάται με… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»